Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

Για την "Ιδιωτική Αντωνυμία" , το νέο βιβλίο του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη


Με τον Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, γνωρίστηκα μέσα από την μελέτη των λογοτεχνικών του έργων. Πολλά τα κοινά. Εκπαιδευτικός, συγγραφέας με κριτικό πνεύμα στα συλλογικά, αγάπη για την φύση και ιδιαίτερες ευαισθησίες για τον αδικημένο και τον περιθωριακό άνθρωπο. Με μια ανάγκη να ονειρεύεται καλύτερο κόσμο και μια κοινωνία λιγότερο άδικη και ταξική. Μας ένωσε η λογοτεχνία αλλά και ο αμοιβαίος σεβασμός στους κόπους μας, ακόμη και όταν αυτοί δεν είναι πνευματικοί μα υλικοί, όπως το λάδι που μου χαρίζει την επιβίωση. Τις  προάλλες μου έλεγε ότι το νέο βιβλίο του, «Η Ιδιωτική μου Αντωνυμία», είναι έτοιμο και θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις «Κίχλη». Αυτό στάθηκε η αφορμή για την παρακάτω συζήτηση…. 

1. Εκπαιδευτικός ή συγγραφέας, Παναγιώτη;
Κάθε ιδιότητα έχει την αξία, κουβαλάει τους περιορισμούς, έχει την ιδιαιτερότητά της. Είναι μέρος της κοινωνικής, κατά συνέπεια και της προσωπικής μας ταυτότητας. Αλλά, η προσκόλληση στον ρόλο μπορεί να αποκρύψει την αληθινή ταυτότητα, να παραμορφώσει το αληθινό πρόσωπο. Προσπαθώ να υποδύομαι όσο καλύτερα μπορώ τον εκάστοτε ρόλο διατηρώντας έναν βαθμό αυτονομίας κι ακόμη περισσότερο προσπαθώ να αποφεύγω τις μεταξύ τους ιεραρχήσεις. Ως εξής λοιπόν η απάντησή μου: πριν απ’ όλα είμαι ένας άνθρωπος που διατηρεί παιδαγωγική σχέση δασκάλου με τη νέα γενιά και αναζητά αισθητικούς τρόπους για να εκφραστεί λογοτεχνικά, νιώθω δε αληθινά ευτυχής που φέρω και τη μία και την άλλη ιδιότητα, αλλά πριν απ’ όλα προσπαθώ να είμαι απλώς εγώ.

2. Επαρχία ή μεγαλούπολη; Τι σου ταιριάζει περισσότερο;
Στην επαρχία μεγάλωσα, η βιοτική ανάγκη με οδήγησε στην πόλη, κατάφερα να ξαναγυρίσω στην επαρχία. Εδώ και μια δεκαπενταετία ζω σταθερά σε μια αγροτική κοινότητα του δήμου Πέλλας, εργαζόμενος σε σχολείο των Γιαννιτσών. Πρόκειται για συνειδητή επιλογή, που ακόμη την υπερασπίζομαι. Η επαφή με τη φύση, η ενασχόληση με το χώμα, το μεγάλωμα των δέντρων, η φροντίδα των ζώων είναι για μένα σχολείο, πηγή έμπνευσης και παράγοντας ισορροπίας. Θλίβομαι όμως από το πολιτιστικό και πνευματικό βάλτωμα της υπαίθρου, είτε πρόκειται για ημιαστικές είτε πρόκειται για αγροτικές περιοχές. Είναι κρίμα, γιατί ούτε το ταλέντο ούτε η διάθεση λείπουν, αλλά τις περισσότερες φορές βλέπω να καταπνίγονται. Η ευθύνη των δήμων είναι σε αυτό το θέμα  πολύ μεγάλη.

3. Κατά πόσο το φως του τόπου σου αντανακλάται στα κείμενά σου;
Δεν μπορείς παρά να ’σαι δεμένος με τον τόπο, την εποχή και την κοινωνία σου. Δεν δημιουργώ σε συνθήκες εργαστηρίου, δεν ζητώ την απομόνωση στη λογοτεχνική μου σοφίτα, δεν κοιτώ αφ’ υψηλού τριγύρω. Προσπαθώ, έστω και με κάποια μικρή απόσταση, να μετέχω στην τρέχουσα πνευματική, λογοτεχνική, κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα και να αντλώ όχι μόνο από το φως αλλά και από τα σκοτάδια της, όχι μόνο από τα γέλια  αλλά και από τους γόους της. Θαρρώ ότι όλα αυτά στοιχειοθετούν την πιο αναγκαία συνθήκη της δικής μου δημιουργίας.

4. Οικονομική κρίση ή πνευματική, σε μια χώρα που ουσιαστικά παραπαίει;
Κι εδώ συνέβη το αναπόφευκτο αλλά όχι επαρκώς μελετημένο. Ότι πριν από την οικονομική καθίζηση σημειώθηκε αργά κι ύπουλα μια βαθύτερη πνευματική καθίζηση. Λέω για τις αξίες που εκποιήσαμε σε όλη την περίοδο της σχετικής ευμάρειας, όταν με ευθύνη της τότε πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας οι ποιητές αντιμετωπίζονταν ως λαπάδες ή τα σκυλάδικα ως πολιτιστικά κέντρα ή τα αναβολικά βραβεία ως εθνική ανάταση ή τα μεσημεριανάδικα της τηλεόρασης ως ψυχαγωγικό θέαμα ή το «πούλα - πούλα» του χρηματιστηρίου ως οικονομική δραστηριότητα. Τρεις δεκαετίες ιδεολογικής και πολιτικής ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού, δεξιάς ή κεντρώας κοπής, ήταν αρκετές για την ανάδειξη του εγώ σε κέντρο, μέτρο και σκοπό των πάντων. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η πολιτική, οικονομική και πνευματική μήτρα των εξελίξεων που ακολούθησαν – το «μαζί τα φάγαμε» ήταν η πιο αποτρόπαια, η πιο κυνική και η πιο άθλια κατάληξη του ιδεολογικού αυτού σχήματος, που αρνούμενο να αναλάβει τις ευθύνες του έσπευσε από την αρχή ακόμη της κρίσης να διασπείρει την ενοχή επί δικαίων και αδίκων.

5. Ποια η τύχη του ποιοτικού λογοτεχνικού βιβλίου σε μια χώρα που το αναγνωστικό κοινό όλο και μειώνεται; Κατά πόσο αισιοδοξείς;
Βάλλεται πανταχόθεν το βιβλίο: από την εικόνα, από τους έντονους ρυθμούς ζωής, από την εξορία που του επιφυλάσσει το σχολείο, από τη στρεβλή αντίληψη που έχει εμπεδωθεί για την ψυχαγωγία, από το καταναλωτικό πρότυπο. Κάποιες αλλαγές προωθούνται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση για τη συνεξέταση της λογοτεχνίας με τη γλώσσα, που θαρρώ ότι είναι στη σωστή κατεύθυνση αλλά δεν αρκούν. Χρειάζεται μια κεντρική πολιτική για τη στήριξη του βιβλίου, την προβολή του από τα κρατικά μέσα ενημέρωσης, την ενίσχυση των δημοτικών βιβλιοθηκών σε τοπική κλίμακα, την αξιοποίηση των σχολικών βιβλιοθηκών που έχουν σχεδόν εγκαταλειφθεί, την επαφή των συγγραφέων με το κοινό. Όμως βλέποντας τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση να συνεχίζει να κάνει το παν για να μισήσουνοι έφηβοι το βιβλίο, ομολογώ ότι ανησυχώ, πικραίνομαι και πεισμώνω.

6. Τι οδήγησε στα ίδια ράφια τα βιβλία του Παπαδιαμάντη με τις σύγχρονες ιστορίες αγάπης και την παραλογοτεχνία;
Αναπόφευκτα το βλέπουμε κι αυτό, την ποιοτική δηλαδή λογοτεχνία να ψωμίζεται εκδοτικά από την εμπορική επιτυχία της παραλογοτεχνίας. Δεν την θέλω μια τέτοια δάνεια εκδοτική ύπαρξη. Αργά ή γρήγορα με καταργεί, με ακυρώνει ως λογοτέχνη. Η άποψη ότι είναι ένα πρώτο σκαλί δεν με βρίσκει σύμφωνο. Από το σκυλάδικο μένεις στο σκυλάδικο, ούτε στο ρεμπέτικο ούτε στο έντεχνο ούτε στη τζαζ δεν μπορείς να φτάσεις. Η άποψη ότι όλα έχουν την ώρα τους, ακόμη και το ροζ, επίσης δεν με βρίσκει σύμφωνο. Είναι αδηφάγο αυτό το χρώμα, σε ανεβάζει σε ροζ συννεφάκια, ζωγραφίζει ροζ καρδούλες, χτίζει ροζ ζωές, σε παρασέρνει τελικά στο ροζ, σε βυθίζει πλήρως στο ροζ. Η ευθύνη κοινού και εκδοτών είναι δεδομένη. Το δε συγγραφικό χρέος που βαραίνει όσους προσπαθούν αληθινά να λογοτεχνούν καθίσταται ακόμη μεγαλύτερο: κάθε βιβλίο που γράφουν πρέπει να είναι ένα ανάχωμα στην αισθητική φτήνια.

7. Σχολές δημιουργικής γραφής. Δυο λόγια….
Θεωρώ τις προσδοκίες που δημιούργησε όλη αυτή η βιομηχανία της δημιουργικής γραφής φρούδες, και ήδη παρατηρώ τα πρώτα σημάδια της υποχώρησής της. Κανένα μεταπτυχιακό, κανένα σεμινάριο δεν σε κάνει συγγραφέα, ούτε καν ικανό να διδάξεις τη γραφή. Εντός της γραφής συγκεντρώνονται προϋποθέσεις, συμπυκνώνονται κόσμοι, διασταυρώνονται πραγματικότητες που γελοιοποιούν κάθε διδακτική συνταγή έμπνευσης. Ενθυμούμενος προτάσεις του τύπου «ανοίγεις ένα λεξικό και παίρνεις την πρώτη τυχαία λέξη» μειδιώ ειρωνικά. Γνωρίζω την αίρεση ότι δεν είναι μόνο αυτό η δημιουργική γραφή, αλλά σε όσα εγώ είδα και διάβασα ως προς τις τεχνικές πλοκής, ως προς την  αρχιτεκτονική της δόμησης, ως προς την σκιαγράφηση των χαρακτήρων κτλ. κτλ. διαπίστωσα μια τεράστια απόσταση ανάμεσα στην αφελή ή επεξεργασμένη διδακτική πρόταση της γραφής και στην πραγματικότητα της γραφής. Στη δική μου αντίληψη το ένα και μοναδικό σχολείο είναι η καθημερινή τριβή, το ατέλειωτο νυχτέρι με τις λέξεις, η απολαυστική, ενίοτε λυτρωτική, κάποτε μαρτυρική ματιά προς τα έξω και προς τα μέσα – κατά προτίμηση δε, ας κάνω κι εγώ ένα μάθημα «δημιουργικής γραφής», στις άκρες, στις γωνίες, στις σκιές. 

8. Συγγραφέας με έντονα πολιτικό στίγμα ή καταγραφέας των κοινωνικών προβλημάτων;
Κάθε γραφή, όπως και κάθε πράξη είναι, είτε το θέλει είτε όχι, είτε το παραδέχεται είτε το ξορκίζει, βαθιά πολιτική. Αλλά ως γραφή δεν παύει να είναι πρωτίστως αισθητική πράξη, εννοώ ότι έχει τα ενδογενή κριτήρια της ποιότητας, στην προκειμένη της λογοτεχνικότητάς της. Προσπερνώντας την απλή σχολιογραφική καταγραφή των κοινωνικών προβλημάτων, που προσωπικά με αφήνει αδιάφορο, λέω ότι η συνείδηση της διττής αυτής διάστασης, αισθητικής και πολιτικής, μπορεί να προστατεύσει τον συγγραφέα και από την στράτευση και από τον αισθητισμό και να δημιουργήσει νέους αναβαθμούς στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον πνευματικό (με την έννοια του αισθητικού και πολιτικού) ρόλο του. Εν ολίγοις, βλέπω στον λογοτέχνη τον ρόλο του ενεργού και κριτικού διανοούμενου, που λόγω, πράξει και λογοτεχνικώ έργω προάγει τις αισθητικές και κοινωνικές αξίες του, με γνώμονα την πολιτιστική και κοινωνική πρόοδο του τόπου του.

9. Μυθιστοριογράφος ή διηγηματογράφος;
Ευτύχησα να υπηρετήσω και τα δύο είδη. Κρατώ από το διήγημα την πυκνότητα και την ποιητικότητα της γραφής, υιοθετώ από το μυθιστόρημα την αναλυτικότητα και την αφηγηματικότητα της γραφής και συνεχίζω να γράφω και διηγήματα και μυθιστορήματα.  Ενίοτε δε στρέφομαι στη νουβέλα, οπότε συνδυάζω την αποκτημένη πείρα από τα δύο παραπάνω είδη.

10. Η αφαιρετικότητα είναι ικανότητα στην τέχνη ή αναγκαιότητα σε μια εποχή που η εικόνα σκοτώνει το λόγο;
Νομίζω ότι από πριν ακόμη ήταν αναγκαιότητα, εννοώ απ’ όταν έγινε το πέρασμα από την παραδοσιακή στη νεωτερική γραφή. Ίδιον λοιπόν της νεωτερικότητας είναι ένας πιο αυτονομημένος και κλειστός στα νοήματά του λόγος που δεν αποκαλύπτει τις αλήθειες του στον αναγνώστη αλλά τον καλεί να συμμετάσχει στη διαδικασία της αποκωδικοποίησής του και αν πράγματι σέβεται το κοινό του το αφήνει να κατασκευάσει ακόμη και ερήμην της συγγραφικής πρόθεσης τις δικές του αλήθειες. Υπηρετώ την αφαιρετικότητα της γραφής γιατί είναι η μόνη υφολογική και αφηγηματική συνθήκη, για να κάνω τον αναγνώστη μου συμμέτοχο σε ό,τι γράφω. Γνωρίζω ότι υπάρχει ο κίνδυνος να γίνω δύσληπτος, ίσως να μου συνέβη κιόλας στο παρελθόν, αλλά κλίνω πλέον στην αρχή ότι η απλότητα είναι δείγμα συγγραφικής ωριμότητας, και ακόμη περισσότερο όταν συνυπάρχει με τον αναγκαίο κάθε φορά βαθμό αφαιρετικότητας.

11. Μίλησέ μας για το νέο βιβλίο σου.
Είχαμε ένα παιχνίδι κλειστού χώρου πολύ παλιά, τυφλόμυγα το λέγαμε. Πέντε έξι άτομα σε ένα δωμάτιο, δέναμε τα μάτια κάποιου και παίρναμε θέση στις γωνίες. Αυτός με τα δεμένα μάτια  περιφερόταν ανάμεσά μας και ψηλαφώντας μαλλιά, πρόσωπα και λαιμούς  προσπαθούσε να μας αναγνωρίσει. Νικητής έβγαινε όποιος έκανε τις πιο σωστές μαντεψιές. Ούτε που θυμάμαι πόσες δεκαετίες έχω να το παίξω κι ούτε έχω δει ποτέ τις κόρες μου να το παίζoυν. Μου ’ρθε όμως έτσι στα καλά καθούμενα πριν από καιρό. Τρεις τα ξημερώματα στο ολοσκότεινο δωμάτιο, αφουγκραζόμουν ήχους και υποψιαζόμουνα σκιές. Φαντάστηκα λοιπόν ότι είχα σηκωθεί, τριγύρναγα στις γωνίες με ανοιχτά χέρια και ψαχούλευα φωνήεντα, κόγχες ματιών και αναμνήσεις. Η Ιδιωτική μου Αντωνυμία, που αυτές τις μέρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη, ας θεωρηθεί σαν το αποτέλεσμα αυτού ακριβώς του παιχνιδιού. Πάει ένα χρόνο τώρα που παίζω μονάχος μου τυφλόμυγα τις νύχτες. Τα εκατόν σαράντα εφτά μικρά πεζά, που περιέχει το βιβλίο μου, είναι οι δικές μου μαντεψιές.









Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018

Συνέντευξη του εκδότη και ποιητή, Βασίλη Ζηλάκου, στον Δημήτρη Μαγριπλή, για τον πνευματικό χαρακτήρα της κρίσης, για την αγορά του βιβλίου και το μέλλον της λογοτεχνίας στον τόπο μας




Με τον κύριο Βασίλη Ζηλάκο γνωριστήκαμε, δια ζώσης,  ένα βροχερό πρωινό του φθινοπώρου που πέρασε και οφείλω να ομολογήσω ότι ένοιωσα αγάπη και  χαρά  για ένα ποιητή και εκδότη, που σκυφτός πάνω από τις ατελείωτες διορθώσεις κειμένων, παράγει καρπούς ποιότητας. Σε μια εποχή κενότητας και αρκετών παρανοήσεων, σε μια στιγμή που ο καθένας παρασυρμένος από την εικόνα του περιτυλίγματος , χάνεται σε μια θάλασσα ανούσιων γραφών, οι εκδόσεις Κουκούτσι επιμένουν να αντιστέκονται,  για ένα αναγνωστικό κοινό που ακόμη ξεχωρίζει το άριστο από το ευπώλητο και την λογοτεχνία από την όποια παρέκκλισή της. Φυσικό επόμενο λοιπόν, ήταν ο παρακάτω διάλογος …   

Δ. Μ.:  Ποιητής ή εκδότης, Βασίλη;

Β.Ζ.: Εάν απαντήσω βιαστικά θα προδώσω το κορμί μου. Η «στιγμή» της αίσθησης και του αισθήματος δεν μου ανήκει, διότι υπάρχω δια αυτής και μόνον. Ωστόσο, ετούτη είναι γεμάτη από εμένα κι από εσένα, από το δέντρο έξω από το παράθυρο και το σπίτι του γείτονα, από τον δρόμο και την πλατεία, από τον ήλιο,  από την θάλασσα, από τον ουρανό. Ο χρόνος είναι η μητέρα του ανθρώπου, αλλά εμείς, καθώς και τα πράγματά, της δίνουμε ζωή - έναν λόγο, για να υπάρχει. Ο άνθρωπος κτίζει τον κόσμο που έχει κτιστεί πρωτύτερα για αυτόν. Έτσι, κτίζει ακόμα και τον ίδιο τον θάνατό του. Μα το εγκόσμιο τέλος, επειδή είναι το έσχατο οράν του προσωπικού χρόνου, σημαδεύει την θέση του ανθρώπου μέσα στα πράγματα. Η ελευθερία, λοιπόν, δεν νοείται χωρίς  ευθύνη. Από αυτή την αρχή βλασταίνουν οι αξίες, στην εργασία, στον έρωτα, στην πολιτική, στην τέχνη. Συνεπώς δεν υπάρχει απάντηση στην συγκεκριμένη ερώτηση, διότι στο τέλος διασώζεται  μονάχα η διατύπωση που μπορεί και εκφράζει την ισότητα όλων των ανθρώπων μπροστά στον Θάνατο και τον Κόσμο: Έπραξες καλώς; Ας αποφύγουμε, προς το παρόν, τους μαιάνδρους των ορισμών.  Ας αποκριθούμε κρυπτικά: Μπροστά στον Θάνατο,(και μπροστά στο γίγνεσθαι του Κόσμου, που μας περιέχει και, για λίγο μόνο, το περιέχουμε) οφείλουμε να είμαστε όλοι ποιητές. Ο καθένας με την τέχνη που αγαπά. Εγώ με την ποίηση και με τις εκδόσεις. Εσύ με το αφήγημα και με την ελαιουργική. Όμως, μπροστά σε κάθε τι, που προηγείται του θανάτου, είμαστε, προς αυτό που μας έχει επιλέξει, κάτι το απολύτως καθημερινό. Εγώ ποιητής ή εκδότης. Εσύ πεζογράφος ή ελαιουργός.  Αγαπάμε το Χώμα, αλλά αγαπάμε και τον αγέρα. Ικανοποιούμε τις απαιτήσεις της τέχνης μας, από την μία,  μα, από την άλλη, υπακούμε στα διατάγματα του ονείρου και της πίστης. Ακολουθούμε, ενίοτε σκυφτοί , τον ρυθμό της καθημερινής ζωής , συνδυάζοντάς τον με τον ρυθμό του θαυμάσιου αινίγματος. Αγεροζούμε!

«Νερά γελούνε», η τελευταία σου συλλογή ποιημάτων. Μια εξαιρετική δουλειά, αλλά γιατί σε άλλο εκδοτικό οίκο;

Β.Ζ.: Επειδή ήθελα να εκφράσω την αγάπη που αισθάνομαι για την σύντροφό μου,  την Ειρήνη Βακαλοπούλου, επέλεξα να εκδώσω το βιβλίο στην Θεσσαλονίκη, την γενέθλια πόλη της . Νοιώθω διπλά ευτυχής για την απόφασή μου  γιατί αγαπώ πολύ την Θεσσαλονίκη, αλλά και τις εκδόσεις «Σαιξπηρικόν» του ποιητή Γιώργου Αλισάνογλου. Γιατί όμως αγαπώ την Θεσσαλονίκη; Γιατί η Θεσσαλονίκη ανασαίνει την θάλασσα. Εκεί, η νεοελληνική χαμοζωή, βρίσκει τουλάχιστον μια σημαντική διέξοδο. Γιατί επίσης η Θεσσαλονίκη, παρά τις αντιθέσεις που διατρέφει, παραμένει  μια πόλη σοφή. Η περιβόητη μοναχικότητα της πόλης μαρτυρά το γεγονός της σοφίας της και δεν συνέλκει, εξαιτίας αυτού που είναι, κανέναν αρνητισμό. Ετούτος δημιουργείται από τις δυνάμεις που ορίζουν τις τύχες της πόλης με τις εκάστοτε διαθέσεις τους. Για αυτό τον λόγο, οι επιδράσεις των δυνάμεων αυτών, έχουν δημοσιογραφικό ή και στενά ιστορικό ενδιαφέρον. Η πόλη της Θεσσαλονίκης γνωρίζει να αποθηκεύει, γνωρίζει επίσης και να χρησιμοποιεί. Να αφομοιώνει και να ξεπερνά. Η σημασία της στην ιστορία, η γεωγραφική της θέση, καθώς και η μορφολογία της περιβάλλουσας περιοχής, είναι οι  τρεις παράγοντες που συγκροτούν και διαμορφώνουν ως τις μέρες μας, την βαθύτερη ουσία της. Ωστόσο, για να διασώσει τις αρετές της, η Θεσσαλονίκη οφείλει να παραμείνει μια πόλη «μεσαία». Με άλλα λόγια, πρέπει να φροντίσει να  μην επεκταθεί άλλο,  προς τα δυτικά ή προς τα ανατολικά.  Φοβάμαι ,όμως, πως θα ακολουθήσει και σε αυτό τα βήματα της Αθήνας. Τότε θα πεθάνει, δηλαδή θα πάψει να αυτονομείται από τους κατοίκους της, μη μπορώντας να επιβάλλει την μεταφυσική της μέσα στην Ιστορία Η Αθήνα γιγαντώθηκε γιατί  είναι μια πόλη που δεν αντιστάθηκε στην Ιστορία,  στην αλλαγή που επιφέρει η σύγκρουση. Είναι μια πόλη που  έμαθε μόνο να τρώει λαίμαργα και να ξερνά αμάσητη την τροφή της.


Πόσο δύσκολο είναι να διευθύνει κανείς ένα μικρό εκδοτικό οίκο σε μια χώρα που η κρίση έχει προέλθει  από την πνευματική παρακμή και το βιβλίο διακινείται με κριτήριο το χαρακτηριστικό ευπώλητο;

Β.Ζ.: Η ερώτησή σου θέτει τον ορίζοντα για την απάντησή της. Ο πνευματικός χαρακτήρας της κρίσης εξηγεί το γιατί στην Ελλάδα η αγορά του βιβλίου διαρκώς ολισθαίνει, αλλά σε  άλλες  εξασθενημένες οικονομικά χώρες, αυτός ο τομέας επιχειρηματικής δραστηριότητας, ακολουθεί έναν πιο στέρεο βηματισμό ανάπτυξης. Βεβαίως και υπεισέρχονται άλλοι λόγοι, (οι διαφορετικές ιστορικές και πολιτισμικές προσλαμβάνουσες του νεότερου ελληνισμού) αλλά ο βαθύτερος λόγος είναι η πνευματική έκπτωση των Ελλήνων. Ετούτη ξεκίνησε με την δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, όμως στις μέρες μας έχει διογκωθεί σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε καν για ύπαρξη σημαντικής μαγιάς, τουλάχιστον όχι στα μεγάλα αστικά κέντρα. Εάν δεν μας προλάβουν οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, μόνο μία εθνική καταστροφή θα μπορούσε να μας αφυπνίσει. Όπως καταλαβαίνεις, ένας ποιοτικός μικρός εκδοτικός οίκος, δεν πρέπει να καλλιεργεί πολλές και μεγάλες ελπίδες. Τότε μόνο, μέσω της συνειδητοποίησης αυτής, το έργο του, παρά τις όποιες δυσκολίες,  θα εναντιωθεί στην βίαιη ορμητικότητα του ποταμού που αλλάζει άρδην το σκηνικό. Η μερίδα των σοβαρών ατόμων και των πραγματικών αναγνωστών μειώνεται συνεχώς. Τα «κοινωνικά μύδια» δηλητηριάζουν την αντίληψή μας κάνοντάς μας να πιστεύουμε ότι υπάρχει ψαχνό. Στην πραγματικότητα υπάρχει ένας εσμός αδιάφορων  και ευνουχισμένων ανθρώπων. Θα είμαι ευτυχής εάν δεν αλλάξουν τα στατιστικά στοιχεία για το χώρο του βιβλίου, αλλά βεβαιωθώ πως οι σημερινοί Έλληνες έχουν αληθινά κίνητρα και πως με αυτά καθοδηγούν την ζωή τους. Από την άλλη, ο χώρος του ελληνικού βιβλίου δεν ήταν ποτέ ένας υγιής χώρος. Το δε δίκτυο διανομής είναι ανοργάνωτο και απορυθμισμένο, γιατί είναι φτιαγμένο δίχως επιχειρηματική φαντασία. Έτσι,  το αναγνωστικό κοινό είναι αναγκασμένο να ενημερώνεται μόνο μέσω των βιβλιοπωλείων. Συνεπώς το υπάρχον δίκτυο παρεμποδίζει την  λειτουργικότητα των  ποιοτικών μικρών εκδοτικών οίκων. Στα υπάρχοντα προβλήματα προστέθηκε, από το 2000 και μετά, η ανάγκη των εκδοτών να ψάχνουν απεγνωσμένα για πελατεία. Η αγορά γέμισε με πληρωμένα βιβλία. Στον χώρο της ποίησης αυτό εξίσωσε τους καλούς με τους με τους μέτριους και τους κακούς ποιητές.  Πολλοί εκδότες σήμερα μεσολαβούν μεταξύ της επιθυμίας του γράφοντος και στην πραγματοποίηση της επιθυμίας του. Η αισθητική των βιβλίων άλλαξε επίσης. Έγινε τραγελαφική, αντιγράφοντας σε σχεδιαστικό επίπεδο τις έξεις της διαφήμισης. Η τυπογραφία  υποχώρησε. Το διαδίκτυο θόλωσε ακόμα περισσότερο την γενική εικόνα. Η οικονομική κρίση διασάλευσε τις σχέσεις μεταξύ εκδοτικών οίκων και βιβλιοπωλείων. Οι εκδοτικοί οίκοι ή τα βιβλιοπωλεία άρχισαν να προσφέρουν κι άλλες υπηρεσίες για να τα φέρουν πέρα.  Οι μικροί ποιοτικοί εκδοτικοί οίκοι προσπαθούν να διασώσουν την πολυσυλλεκτικότητα και την πολυφωνία μέσα σε ένα περιβάλλον που είναι εχθρικό για τα μικρά βιβλιοπωλεία. Ένας οίκος σαν το Κουκούτσι θαλασσοδέρνεται. Δεν υπάρχει εκ μέρους μου καμία  γόνιμη διάθεση να συνεχίσω να ασκώ αυτό το επάγγελμα για να εξυπηρετώ το μεράκι μου για το βιβλίο. Πιστεύω πως αυτή η νοοτροπία συνθλίβει το άτομο.  Την δυνατότητά του να γίνει άξιο της (δικής του) ευτυχίας.  Για αυτό τον λόγο, διατελώ το καθήκον εκείνο που επιθυμώ, ενώ περιμένω και εξετάζω τις συνιστώσες που θα με οδηγήσουν να συνεχίσω ή να διακόψω το επάγγελμα του εκδότη.


Υπάρχει καμία βοήθεια στο έργο σας από τους επίσημους θεσμούς, υπό το πρίσμα της αρωγής στην ποιότητα;

Β.Ζ.: Πρεσβείες ξένων χωρών, μορφωτικά ή/ και πολιτιστικά ιδρύματα, τράπεζες και άλλοι φορείς υποστηρίζουν , υπό όρους, τις ελληνικές εκδόσεις. Προσωπικά δεν ζητώ καμία βοήθεια από  χορηγούς, ιδρύματα και  τράπεζες. Δεν θέλω να είμαι υπόχρεος σε καμία συλλογικότητα που εδράζει ολόκληρη την υπόστασή της στην ισχύ μερικών ατόμων.


Ποια είδη λογοτεχνικής έκφρασης ενδιαφέρουν εσάς, σαν εκδοτικό οίκο;

Β.Ζ.: Η πεζογραφία, η ποίηση, το δοκίμιο, οι λογοτεχνικές και οι φιλοσοφικές μελέτες.  Θα ήθελα να εντάξω στους προσανατολισμούς των εκδόσεων και το σοβαρό θεολογικό βιβλίο, αλλά στην Ελλάδα μερικοί εκδοτικοί οίκοι, που έχουν πλουτίσει από το εμπόριο του θρησκευτικού βιβλίου, αλλά και η ίδια η Εκκλησία, ασκούν άτυπο βέτο. Για τον ίδιο λόγο, άλλωστε, ο περισσότερος κόσμος στην Ελλάδα νομίζει πως η θεολογική διάσκεψη εξαντλείται στις διδαχές, στους βίους των αγίων και, εσχάτως, στον διάλογο της ψυχολογίας με την χριστιανική ηθική.

Τι είναι τελικά λογοτεχνία; Τεράστια τομίδια προσωπικών αφηγήσεων ή ένας τεχνηέντως αφαιρετικός λόγος με άξονα το βίωμα και τη φαντασία;

Β.Ζ.: Η ερώτηση αποσκοπεί στο να θέσει υπό την αντίληψή μας την πραγματική διατύπωσή της. Γράφουμε για να πούμε τον πόνο μας ή γράφουμε για να πούμε τον πόνο των άλλων; Υποψιάζομαι πως το πρώτο μέλος της διάζευξης αναφέρεται στην πρώτη περίπτωση, διότι οι πιο πολλοί δεν μπορούν να προχωρήσουν  πέρα από την αναψηλάφηση των τυχών τους. Αυτή η αδυναμία αποτυπώνεται όχι τόσο στην θεματολογία όσο στην ικανότητα και στον τρόπο του συγγραφέα να την εξυφαίνει, ανακλάται επίσης στην γλώσσα, στον βαθμό εμβάθυνσης σε αυτήν, που  παρακολουθεί, κάθε φορά, την ένταση της επώδυνης ενδοσκοπικής διαδικασίας, αφού μέσα στο βίωμα της γλώσσας συγκρούεται η πολλαπλότητα των ονομάτων μας με τον εαυτό, το αιώνιο με το παροδικό, το ιστορικό με το συγκαιρινό, η ψυχή του κόσμου με την ψυχή του ανθρώπου, ενόσω ο συγγραφέας καλείται να επιλέξει, να συνδυάσει, να μαντέψει, και να εφεύρει. Για αυτό τον λόγο, άλλωστε, σε καιρούς παρακμής, αρκετοί συγγραφείς αποτυγχάνουν οικτρά, γιατί μιμούνται στενά την γλώσσα και την ψυχή της εποχής τους, ενώ άλλοι συνεισφέρουν στο θαύμα. Αγνοώ εκουσίως τα άτομα εκείνα που το μόνο  το οποίο επιδιώκουν από την λογοτεχνία είναι να τοποθετήσουν ένα οικόσημο πάνω από το κατώφλι του σπιτιού τους.  Ωστόσο θέλω να τονίσω πως η λογοτεχνία είναι μια τέχνη που δεν διδάσκεται αλλά καλλιεργείται. Απαιτείται , λοιπόν, το ταλέντο, δηλαδή, η ενόραση, το βάθος, η τραγική αγωνία, που εχθρεύεται την έπαρση και τον δογματισμό. Το να μπορείς να μιλάς με τον διάβολο και με τον Θεό συγχρόνως, το να μπορείς να σκέφτεσαι τον θάνατο δημιουργικά, και ως φίλο και ως εχθρό, το να βλέπεις το αιώνιο μέσα στο παροδικό, το να μην μιμείσαι την εποχή σου, αλλά με το ένα πόδι να πατάς σε αυτήν και με το άλλο έξω, είναι τα δώρα που δίνονται ή που δεν δίνονται στον άνθρωπο με την γέννησή του. Οι λέξεις (και η σύνθεσή τους) είναι το καθρέφτισμα αυτής της δωρεάς  Το ενενήντα τοις εκατό των ανθρώπων που γράφουν δεν τα διαθέτουν. Κατά βάση ηθογραφούν ή νομίζουν πως γράφουν.  Εφόσον όμως τα διαθέτεις κάνεις την πραγματική διαφορά - εάν φυσικά δουλεύεις για τον στόχο σου, που είναι, για κάθε συγγραφέα, ένας και μόνο ένας: να γράφει, να διορθώνει και να γράφει καλύτερα! Έτσι, ρωτάω, πώς είναι δυνατόν να εξοστρακίσει κανείς το βίωμα και την φαντασία; Όταν ο λόγος του συγγραφέα ισορροπεί πάνω στο σημείο συνάντησης της λογοτεχνίας με την ζωή, ονομάζουμε τον πεζογράφο ποιητή!


Γιατί μερικοί εμπορικοί εκδοτικοί οίκοι ρίχνουν το επίπεδο του λογοτεχνικού βιβλίου στην κατηγορία της παραλογοτεχνίας ή της ερωτικής πρόζας περιπτέρου μιας άλλης εποχής;

Β.Ζ: Γιατί αυτό ζητά ο κόσμος και γιατί οι ιδιοκτήτες των εμπορικότερων εκδοτικών οίκων σκέφτονται ως αυθεντικοί επιχειρηματίες. Θέλουν να κληρονομήσουν μια καλή δουλειά στα παιδιά τους και θέλουν, οι ίδιοι, να έχουν μια καλή και ποιοτική ζωή με ανέσεις. Ούτε ο κόσμος ούτε και οι συγκεκριμένοι εκδότες ενδιαφέρονται για το υψηλό πνεύμα, για εκείνο που οι Γερμανοί αποκαλούν Κουλτούρα. Ο κόσμος θα ήταν απείρως πιο προβληματικός αν ενδιαφέρονταν όλοι οι άνθρωποι για τα ανώτερα επιτεύγματα του πολιτισμού. Το θέμα είναι άλλο. Να υπάρξουν αντιστάσεις. Το ταπεινό, το μικρό και το καθημερινό να μην γίνονται ευτελή. Να μπορεί ο κόσμος να έχει εύκολη πρόσβαση και στον ένα και στον άλλο πόλο. Να δημιουργηθεί σεβασμός μεταξύ των δύο μερών. Να γεννηθεί ξανά ο κόσμος.



Πώς μπορεί να αντισταθεί η ποιότητα σε ένα δίκτυο πώλησης και διακίνησης μη ποιοτικών τίτλων; Και πώς θα φτάσει το καλό λογοτεχνικό βιβλίο στην επαρχία;

Β.Ζ.: Μόνον εάν οι μικροί εκδοτικοί οίκοι, που εκδίδουν καλά και όμορφα βιβλία, διαπιστώσουν πως δεν γίνεται να συνεχίσουν να εργάζονται απομονωμένα ο ένας προς τον άλλο. Πρέπει να μάθουμε να συνεργαζόμαστε. Πρέπει να δημιουργηθεί ένα κοινό δίκτυο διανομής και πρέπει να κατασκευαστεί ένα κοινό ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο για όλους εμάς «τους μικρούς και ποιοτικούς εκδότες». Τέλος, πρέπει να αναγνωρίσουμε πως ο κοινός παρανομαστής, η αγορά,  δεν φτιάχνεται από μόνη της αλλά διαμορφώνεται. Θεωρώ πως ο σημαντικότερος εχθρός είναι η ακηδία, η έλλειψη φαντασίας και ο ατομικισμός, τυπικά ελληνικά ή/και νεοελληνικά χαρακτηριστικά.  Από την πλευρά τους, οι κάτοικοι της επαρχίας πρέπει να ξυπνήσουν από τον λήθαργο της αποχαύνωσης και να δουν τα πράγματα αλλιώς. Να αποκτήσουν θάρρος και αυτοπεποίθηση, να αισθανθούν ξανά περηφάνια και αγάπη για τον τόπο τους. Να αρχίσουν να κτίζουν τον εαυτό τους με επίκεντρο όχι μόνο την γενέθλια γη αλλά και τον ευρύτερο κόσμο. Να αντιληφθούν πως παράδοση δεν είναι η προσκύνηση της στάχτης μα  η μεταλαμπάδευση της φωτιάς. Τότε ο σπόρος, που φυτέψαμε, θα βλαστήσει.


Το «Κουκούτσι» δίνει την ευκαιρία έκδοσης σε νέα ονόματα στο χώρο της λογοτεχνίας, πώς γίνεται η επιλογή συγγραφέων;

Β.Ζ.:  Σαφώς,  γιατί έτσι οφείλει και πράττει ένας εκδοτικός οίκος. Προτείνει το νέο ή/και το καινοφανές. Το παραδίδει στο φως. Κριτήριό μας; Η γλώσσα και η αλήθειά της. Χωρίς άμυνες δικές μας ή του έργου.


Η εμμονή στην ποιότητα θεωρείς ότι θα δικαιώσει την εκδοτική σας προσπάθεια;

Β.Ζ.: Διατηρώ τις επιφυλάξεις μου ως προς την οικονομική ωφέλεια του εγχειρήματος. Σίγουρα θα υπάρξει κάποια έξωθεν ηθική ανταμοιβή, αλλά αμφισβητώ την διαχρονία της. Η εποχή του αληθινού εντύπου βιβλίου έχει παρέλθει οριστικά και τα μουσεία δεν δέχονται καινούργιες αφίξεις. Επίσης δεν πιστεύω πως κάνω κάτι σπουδαίο. Κανείς στις μέρες  μας δεν επιτελεί την πραγματική διαφορά στον χώρο του βιβλίου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κυκλοφορούν όμορφα βιβλία.


Ποιο είναι το μέλλον της βιβλιαγοράς σε μια χώρα που βιώνει παρατεταμένη κρίση;

Β.Ζ.: Πιστεύω πως η Ελλάδα οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια σε μια εθνική καταστροφή. Το μέλλον, συνεπώς, και με τα δικά μου κριτήρια, θα μας οδηγήσει σε άλλες ατραπούς. Αν πέσω έξω, πράγμα εξίσου πιθανό, πιστεύω πως θα επικρατήσει η γραμμή τύπου Public. Τα μικρά βιβλιοπωλεία θα αναγκαστούν να κλείσουν. Ο ανεξάρτητος εκδοτικός χώρος του ποιοτικού βιβλίου θα συρρικνωθεί ακόμα περισσότερο.  Πιστεύω πως δεν θα υπάρξει καμία αντίσταση. Ο κόσμος θα έχει παραδώσει τα όπλα. Το καινούργιο θα ελαύνει. Κάποια ζόμπι θα εξακολουθούν να περπατάνε επί της Ασκληπιού. Όλα αυτά δεν σημαίνουν πως δεν πρέπει να προσπαθούμε εφόσον το θέλουμε και πιστεύουμε στον εαυτό μας αλλά και στη σημασία του εγχειρήματός μας.

Έντυπο ή ψηφιακό το βιβλίο του μέλλοντος; Θα υπάρχει συνύπαρξη;

Β.Ζ.: Υποψιάζομαι πως σε εκατό χρόνια από σήμερα, η διακίνηση του εντύπου βιβλίου θα έχει περιοριστεί σημαντικά εξαιτίας τριών υποθέσεων. Πρώτον, γιατί  όλη η πραγματικότητα (ήτοι, η περιπλάνηση του ανθρώπου - ερωτική, πολιτική, τεχνική, οικονομική) γίνεται ψηφιακή, δεύτερον,  γιατί η υπέρμετρη υλοφροσύνη του πολιτισμού υποβαθμίζει τον συμβολικό παράγοντα της ύλης,  δίνοντας το προβάδισμα στην έννοια-εικόνα, τρίτον, γιατί  καταργείται η παραγωγική συμβολή του ανθρώπου. Όλα αυτά δεν σημαίνουν πως θα πάψει να η αισθητική επένδυση στο έντυπο βιβλίο, γιατί δεν θα σταματήσουμε ποτέ να είμαστε όντα με οστά και σάρκα και να  αποζητάμε, κατά συνέπεια,  μια είδους ταύτιση με το πλησιέστερο στην φύση μας υλικό αντικείμενο (Το δέντρο [γη / ουρανός] - Το χαρτί - Το βιβλίο που... «πιάνεται»). Πριν φτάσουμε σε αυτό το στάδιο, της «διακόσμησης», θα περάσουμε από το στάδιο της «εξειδίκευσης». Όπως η τηλεόραση περιόρισε την θέση του ραδιοφώνου, έτσι και το ψηφιακό βιβλίο θα περιορίσει την χρήση του εντύπου βιβλίου . Αυτή την στιγμή διανύουμε το στάδιο της «συνύπαρξης».


Ελληνική ποίηση, τι ξεχωρίζεις και τι σε κάνει να αισιοδοξείς για το μέλλον;

Β.Ζ.: Πιστεύω πως γράφονται στην Ελλάδα σήμερα μερικά από τα καλύτερα ποιήματα στον κόσμο, όμως, οι ποιητές τους,  δεν έχουν καταφέρει, λόγω ηλικίας, να δημιουργήσουν τον απαραίτητο μύθο που χρειάζεται η ποίηση για να λάμψει σαν μαργαρίτης στον βυθό του χρόνου. Από την κρίση  αυτή δεν αποκλείεται κανένας νέος ποιητής, εξ αρχής εγώ ο ίδιος. Όταν ο βυθός «ανάψει» ξανά, τότε μόνο θα μιλήσουμε σοβαρά, με τεκμήρια. Πιστεύω επίσης πως στην Ελλάδα σήμερα γράφεται και η περισσότερη σαβούρα στον κόσμο. Για το τελευταίο δεν  ευθύνονται μόνο οι εκδότες, που αναλαμβάνουν την έκδοση των «χειρογράφων», (αλλά φροντίζουν για το μέλλον της επιχείρησή τους) μα και οι στιχοπλόκοι που έχουν χάσει εντελώς το μέτρο.  Η εξίσωση των πάντων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν με κάνει να αισιοδοξώ. Με αηδιάζει η αντικατάσταση της ανάγνωσης με το «λάικ». Με αηδιάζει επίσης η ματαιοδοξία των νέων ποιητών.  Πρέπει να καταλάβουμε, ότι η δήλωση «είμαι Έλλην συγγραφέας» συνεπάγεται την αποτυχία. Η λεγόμενη γενιά του ’70 (αν και έχει να επιδείξει κάποια σημαντικά ονόματα),σε συνδυασμό με την βαρβαρική επέλαση της εποχής της εικόνας και του έχειν, αλλά όχι του είναι,  ζημίωσαν το ήθος των ποιητών. Ζημιωθήκαμε και στιχουργικά εξαιτίας του τρόπου που αποδεχτήκαμε, άνευ όρων, τον μοντερνισμό και τον μεταμοντερνισμό. Σε δεύτερο πλάνο, η ελληνική «ψυχή / γνώση» της γλώσσας, υποχώρησε βιαίως, ενώ η πνευματική έκπτωση της ελληνικής κοινωνίας ισοπέδωσε την γλώσσα στην ποίηση, μετατρέποντας την σύνθεση σε  έναν αφελή μίμο αυτής της κοινωνίας. Η λέξη υποχώρησε, η βαθειά σκέψη επίσης, ενώ προτάθηκε το νόημα, μα με την επιταγή να είναι γυμνό, δίχως να φορά την κατάλληλη πανοπλία. Ύστερα, η πνευματική και ιστορική αποκοπή της Ελλάδας από τον κόσμο της Δύσης, οι διαδοχικές απογοητεύσεις και ματαιώσεις, η μετατροπή της χώρας σε βαλκανικό ποδόλουτρο του παγκοσμιοποιημένου tedium vitae, η ιδεολογικοποίηση του κράτους, της εκκλησίας και της παράδοσης μάς αποστέρησαν την δυνατότητα να σκύψουμε ειλικρινώς πάνω από τα δικά μας αποθέματα χρυσού και να συνδιαλαγούμε μαζί τους τιμώντας τα. Υπήρξαν φυσικά, κι εξακολουθούν να υπάρχουν, φωτεινές εξαιρέσεις που αυτό το κάνουν πράξη, μα,  εν γένει,  δεν μάθαμε να διαβάζουμε επαρκώς σωστά τους ξένους, κι έτσι έγινε «εθνική» ανάγκη να αντιγράφουμε  τους «μοδάτους» ποιητές της Εσπερίας. Την ίδια στιγμή, κι ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, η ποίησή μας πλέει σε έναν ωκεανό ζόφου, όπου ο μόνος αστέρας πάνω από τα κεφάλια των πλοηγών ποιητών κατοικείται , εδώ και πολλά χρόνια, από τον δαίμονα της μελαγχολίας. Ως εκ τούτου, τίποτα δεν φαίνεται να φωτίζει ικανώς το στερέωμα του ουρανού, γιατί ο αστέρας αυτός, ο δίχως σκέψη και δίχως ενοχή,  έχει μείνει γυμνός, μόνος με συντροφιά την θλίψη του. Από την άλλη, εξίσου αρνητική επίδραση είχε για την ποίησή μας ο διαδεδομένος ιστορικισμός στις τέχνες και στις ανθρωπιστικές επιστήμες, μα ο ύφαλος αυτός είναι μεγαλύτερος κι έχει προκαλέσει στην χώρα  σοβαρότερα  δυστυχήματα.

Μετά το "Νερά γελούνε" τι ετοιμάζεις;

Β.Ζ.: Γράφω ποιήματα. Πρώτα σχηματίζω τα χέρια, μετά σχηματίζω τα πόδια και το κεφάλι. Κάποια στιγμή μού εμφανίζεται ολόκληρο το σώμα που μετά πρέπει να το ντύσω ή να το αφήσω γυμνό στο φεγγάρι. Γράφω επίσης ένα βιβλίο για την ιστορία του συναισθήματος της χαράς από τα αρχαία χρόνια ως τις ημέρες μας. Διαβάζω. Δίχως να δώσουν απάντηση, οι σοφοί απάντησαν. Πιστεύουμε, είπαν, στο χαμόγελο και στο κουτσό μας δόντι. Σ’ αυτά πιστεύω κι εγώ. Πιστεύω πολύ στην χαρά, στην αγάπη, στην ευγνωμοσύνη. Όταν πιστεύεις σε  αυτά τα τρία, οι κότες αρχίζουν να κακαρίζουν και μετά ξημερώνει. Mα πιστεύω και στις λέξεις. Για να πω το ίδιο αλλιώς: Οι λέξεις απλώνουν την αργυρή λήθη της πανσελήνου, όπου μακριές πομπές σκιών από γράσο κι αλμύρα, μας οδηγούν στους ουράνιους βράχους και του θεού τα σκίνα. Εκεί, οι ευτυχίες παραστέκουν, αστόλιστες βαρκούλες, αλλά πιο πρώτα, τα πάθια τους χτυπιόνται κάτω απ’ του Ηφαίστου το σφυρί, αντηχώντας του θείου Ηράκλειτου τον Λόγο, μιαν αρμονία ασύμμετρη, φτώχεια, των αρχαίων νησιών μας,  κι ενός καλού θανάτου -για να ξαναγίνουμε, όλοι, το δέντρο μες στην άλλη χώρα.

πρώτη δημοσίευση: http://tempo24.news/eidisi/195711/vasilis-zilakos-agnoo-osoys-epidiokoyn-apo-tin-logotehnia-na-topothetisoyn-ena

Βασίλης Ζηλάκος: http://www.biblionet.gr/author/81972/%CE%92%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%BB%CE%B7%CF%82_%CE%96%CE%B7%CE%BB%CE%AC%CE%BA%CE%BF%CF%82

Τρίτη 8 Μαΐου 2018

Ο Δημήτρης Μαγριπλής συζητά με την εκδότρια, Αθηνά Σοκόλη, με την ευκαιρία των 50 χρόνων παρουσίας, των εκδόσεων «Σοκόλη», στο εκδοτικό γίγνεσθαι

Μη μαζεύεις μου λες…

  Όλο παραπονιέσαι πως κουράζεσαι. Πως δεν αντέχεις τον κόσμο τον πολύ και τα γούστα του και κάθε χρόνο αφαιρούμε σερβίτσια από το γιορτινό ...